- διώροφος
- -η, -ο (AM διώροφος, -ον)αυτός που έχει δύο ορόφους, πατώματα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διώροφος — with two roofs masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διώροφος — η, ο αυτός που αποτελείται από δύο ορόφους, δίπατος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διώροφον — διώροφος with two roofs masc/fem acc sg διώροφος with two roofs neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διωρόφοις — διώροφος with two roofs masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διωρόφου — διώροφος with two roofs masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διωρόφους — διώροφος with two roofs masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διωρόφων — διώροφος with two roofs masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διωρόφῳ — διώροφος with two roofs masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διώροφα — διώροφος with two roofs neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διώροφοι — διώροφος with two roofs masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)